στραβοκέφαλος

στραβοκέφαλος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει ακανόνιστο σχήμα τού κεφαλιού
2. αυτός που κρατάει το κεφάλι λοξά, τού οποίου το κεφάλι αποκλίνει από την κανονική θέση
3. ισχυρογνώμονας, πεισματάρης, ξεροκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)-* + κεφαλή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στραβοκέφαλος — η, ο 1. άνθρωπος με κεφάλι που δεν έχει κανονικό σχήμα. 2. άνθρωπος δύστροπος και ισχυρογνώμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραιβόκρανος — η, ο / ῥαιβόκρανος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ραιβό, δηλαδή στραμμένο, το κεφάλι του προς τη μία πλευρά, στραβοκέφαλος, στραβολαίμης νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ραιβόκρανο ιατρ. ανωμαλία κατά την οποία η κεφαλή έλκεται προς το ένα πλάγιο και… …   Dictionary of Greek

  • στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… …   Dictionary of Greek

  • στραβοκεφαλιά — η, Ν [στραβοκέφαλος] 1. ισχυρογνωμοσύνη, παράλογη εμμονή σε κάτι 2. ιδιοτροπία, δυστροπία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”